επιλόχειος
Смотреть что такое "επιλόχειος" в других словарях:
επιλόχειος — επιλόχειος, α, ο και επιλόχιος, α, ο που γίνεται ή εμφανίζεται στη διάρκεια της λοχείας της γυναίκας (όταν δηλ. αυτή είναι λεχώνα): Επιλόχειος πυρετός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιλόχειος — Λοιμώδης πάθηση, η οποία εμφανίζεται με πυρετό κατά την περίοδο της λοχείας της γυναίκας. Ο πυρετός, του οποίου προηγούνται ρίγη, εμφανίζεται την 3η ή την 4η ημέρα μετά τον τοκετό. Η ασθενής αισθάνεται μεγάλη αδιαθεσία με κοιλιακούς πόνους. Η… … Dictionary of Greek